συναιρούμαι

συναιρούμαι
συναιρούμαι, συναιρέθηκα, συνηρημένος βλ. πίν. 77
——————
Σημειώσεις:
συναιρούμαι : η μτχ. συνηρημένος (σπάνια συναιρεμένος) χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο, για να χαρακτηρίσει τα ρ. που προέρχονται από συναίρεση.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναιροῦμαι — συναιρέω grasp pres ind mp 1st sg (attic epic doric) συναιρέω grasp pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί …   Dictionary of Greek

  • συναιρώ — συναίρεσα, συναιρέθηκα, συναιρεμένος, κυρίως το παθητ., συναιρούμαι παθαίνω συναίρεση: Στο ρήμα «αγαπάω» συναιρείται το α+ω σε ω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”