- συναιρούμαι
- συναιρούμαι, συναιρέθηκα, συνηρημένος βλ. πίν. 77——————Σημειώσεις:συναιρούμαι : η μτχ. συνηρημένος (σπάνια συναιρεμένος) χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο, για να χαρακτηρίσει τα ρ. που προέρχονται από συναίρεση.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.